δράκαυλος

δράκαυλος
δράκαυλος [ᾰ], ον, prob.
A living with a snake, epith. of the daughters of Cecrops, S.Fr.643.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δράκαυλος — δράκαυλος, α, ον (Α) (επίθ. για τις θυγατέρες τού Κέκροπος) αυτός που συγκατοικεί με δράκοντα …   Dictionary of Greek

  • δράκαυλος — living with a snake masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”